-
1 σπέρμα
I mostly, seed of plants, σ. ἀνιέναι, κρύπτειν, h.Cer. 307, cf. Hdt.3.97: pl., Hes.Op. 446; σ. τῇ γῇ διδόναι, ἐμβαλεῖν, X.Oec.17.8, 10: prov.,εἰς πέλαγος σ. βαλεῖν Epigr.Gr.1038.8
([place name] Pamphylia); of fruit, Antiph.58.4; τοῖς γαίης σπέρμασι with the products of earth, of corn-stalks, AP9.89 (Phil.).2 metaph., germ, origin of anything,σ. πυρός Od.5.490
;φλογός Pi.O.7.48
, cf. P.3.37; σπέρματα, = στοιχεῖα, elements, Anaxag.4, cf. Epicur.Ep.2p.38 U., Fr. 250;ὁ τὸ σπέρμα παρασχών, οὗτος τῶν φύντων αἴτιος D.18.159
;συκοφάντου σ. καὶ ῥίζαν οἴεται δεῖν ὑπάρχειν τῇ πόλει Id.25.48
;σ. τῆς στάσεως Plu. Mar.10
;τοῦ ὅρκου Longin.16.3
.II of animals, seed, semen, φέροισα σ. θεοῦ pregnant by the god, Pi.P.3.15; but σ. φέρειν Ἡρακλέους to be pregnant of Heracles, Id.N.10.17;μυελὸν.. εἰς σ. καὶ γόνον μερίζεσθαι Ti.Locr.100b
, cf. Pl. Ti. 86c;σ. παραλαβεῖν E.Or. 553
;σπέρματος πλῆσαι Plu.Lyc. 15
: pl.,κατ' ἀμφότερα τὰ σ. θεῶν ἀπόγονος Hp.Ep.2
.2 race, origin, descent,τοὐμὸν.. σπέρμ' ἰδεῖν βουλήσομαι S.OT 1077
; τίνος εἶ σπέρματος πατρόθεν; Id.OC 214 (lyr.);γένεθλον σπέρμα τ' Ἀργεῖον A.Supp. 290
, cf. Ch. 236;σ. ἄντασ' Ἐρεχθειδᾶν S.Ant. 981
(lyr.), cf. Pi.O.7.93, etc.
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский